ρομανικές γλώσσες

ρομανικές γλώσσες
Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της κλασικής και της λαϊκής λατινικής. Η δεύτερη, που ήταν η κοινή γλώσσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παρουσιάζει κατά περιοχές μερικές διαφορές που οφείλονται σε ποικίλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι και η επίδραση του υποστρώματος των προρομανικών γλωσσών πάνω στη λατινική, η εποχή και το είδος του ρωμαϊκού αποικισμού, οι δρόμοι επικοινωνίας κλπ. Η λαϊκή λατινική διαφέρει από την κλασική λατινική στη φωνολογία (π.χ. τα φωνήεντα, που πρώτα διακρίνονταν από την ποσότητα, χαρακτηρίστηκαν αργότερα από τον διαφορετικό βαθμό του ανοίγματος τους: α, α→α· e→θ· e, i→ι· i→i· o, u→ό· u→u· διαφέρει επίσης στη μορφολογία (παρατηρείται π.χ. η τάση για εκμηδένιση της κλίσης των ονομάτων) και στο λεξιλόγιο (εκτός από την προσθήκη επιθεμάτων και τους ποικίλους τρόπους παραγωγής, ας σημειωθούν οι σημασιολογικές μεταβολές, π.χ.: η λ. ignis φωτιά, εγκαταλείφuηκε και την αντικατέστησε η λ. focus, που στα λατινικά σήμαινε «εστία»· από τη λ. focus προέρχονται τα διάφορα λατινογενή παράγωγα: ιταλικά fuoco, γαλλικά feu, ισπανικά fuego, πορτογαλικά fοgο, ρουμανικά foc). Από τη λαϊκή λατινική –η οποία, αν και παρουσιάζει σπάνιες άμεσες μαρτυρίες (π.χ. στις επιγραφές και στο έργο Appendix Ρrobi, που αποδίδεται στον Λατίνο γραμματικό Μάρκο Βαλέριο Πρόβο που έζησε τον 1o αι. μ.Χ.) μπορεί vα αποκατασταθεί με τη συγκριτική μέθοδο– προέρχονται ακριβώς οι ρ. γ. Οι γλώσσες αυτές αποσπάστηκαν από τον κοινό κορμό τον 6o και 7o αι. όταν, ύστερα από την πολιτικο-διοικητική κρίση στις χώρες της λατινικής Δύσης (δηλαδή του συνόλου των χωρών που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι), πολυάριθμοι παράγοντες, όπως η δημιουργία νέων διοικητικών και εκκλησιαστικών περιφερειών, η δυσκολία των συγκοινωνιών και η επίδραση των γερμανικών γλωσσών, προκάλεσαν μια πολιτιστική κρίση που κατέστρεψε την παλιά γλωσσική ενότητα. Το σύνολο των γλωσσών που μιλούσαν οι κάτοικοι της λατινικής Δύσης (της Ρομανίας, όπως την αποκαλούσαν) χαρακτηρίζεται με την έκφραση romanice parabulare ή fabulare. Με βάση τη γεωγραφική κατανομή, το προλατινικό υπόστρωμα, μερικούς κοινούς φωνητικούς και λεξιλογικούς παράγοντες, έχει προταθεί η ακόλουθη ταξινόμηση των ρομανικών γλωσσών: 1) βαλκανορομανικές (ρουμανική)· 2) ιταλορομανικές (δαλματική, ιταλική, σαρδηνιακή, λαδινική)· 3) γαλλορομανικές (γαλλική, γαλλοπροβηγκιανή, προβηγκιακή, γασκωνική, καταλανική)· 4) ιβηρο-ρομανικές (ισπανική, πορτογαλική). Αλλά μια επιστημονική ταξινόμηση των ρ. γ. παρουσιάζει αξιοσημείωτες δυσκολίες: η δαλματική, π.χ., παρουσιάζει σημεία επαφής με τη ρουμανική και η καταλανική αποτελεί τη γέφυρα μετάβασης από τη γαλλορομανική στην ιβηρορομανική ομάδα. Η γλωσσογεωγραφία απόδειξε ότι αντί για διαχωριστικές γραμμές ενός ορισμένου γλωσσικού φαινόμενου μπορούμε να μιλάμε μάλλον για «ζώνες». Αν το σημαντικότερο τμήμα του λεξιλογίου των ρ. γ. προέρχεται από τα λατινικά, πολυάριθμα είναι τα δάνεια που πήραν από άλλες γλώσσες: οι γερμανισμοί είναι ιδιαίτερα συχνοί στα γαλλικά, οι αραβισμοί στα ισπανικά, οι σλαβισμοί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος στο λεξιλόγιο της ρουμανικής. Στη βάση της φιλολογικής μορφής των ρ. γ. μια διάλεκτος επιβλήθηκε στις άλλες ή από λογοτεχνική ακτινοβολία (π.χ. η φλωρεντινή διάλεκτος στην Ιταλία) ή από πολιτική ισχύ (π.χ. η διάλεκτος της Ιλ-ντε-Φρανς στη Γαλλία): η καστιλλιανή, η γαλικιανή, η διάλεκτος της Ιλ-ντε-Φρανς, η φλωρεντινή, η διάλεκτος της Βλαχίας αποτελούν αντίστοιχα τη βάση της ισπανικής, της πορτογαλικής, της γαλλικής, της ιταλικής και της ρουμανικής. Ουσιαστικοί συντελεστές για τον σχηματισμό εθνικών γλωσσών είναι η ισοπεδωτική ενέργεια πάνω στις διαλέκτους που ασκείται από τα αστικά κέντρα και η έντονη επίδραση των λατινικών προτύπων που εκδηλώνεται στη γραπτή γλώσσα. Πολλά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που είχαν επιφανειακά μόνο εκλατινιστεί, δέχτηκαν τις γλώσσες των λαών που τα κατάκτησαν (Βρετανία, Γερμανία, οι ανατολικές επαρχίες και η Αφρική)· ίχνη της λατινικής παραμένουν ωστόσο στα τοπωνύμια και στο λεξιλόγιο των γλωσσών των χωρών αυτών. Λεξιλογικά δάνεια των ρ. γ. βρίσκονται στις γερμανικές γλώσσες, στις σλαβικές και στη νεοελληνική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • ρομανικός — και ρωμανικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λαούς οι οποίοι κατάγονται από τους Ρωμαίους, λατινογενής, νεολατινικός 2. φρ. α) «ρομανικές γλώσσες» γλωσσ. οι γλώσσες που προέρχονται από τη Λατινική και αποτελούν μια υποομάδα τού… …   Dictionary of Greek

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

  • γάρος — ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το) 1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ. 2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι νεοελλ. 1. φρ. «ο γάρος είναι τού… …   Dictionary of Greek

  • κίχορα — κίχορα, τὰ (Α) το φυτό κιχόριο («κίχορα καρδαμίδας τε», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και κληρονόμησαν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. chicoree < λατ. cichorēa)] …   Dictionary of Greek

  • κόλαφος — ο (AM κόλαφος) ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο νεοελλ. βαριά προσβολή, εξύβριση («το άρθρο τής εφημερίδας ήταν κόλαφος για τον υπουργό»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολάπτω με εκφραστικό δασύ ( φ ). Κατ άλλους, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”